Η ανισότητα στο εισόδημα είναι ταυτόχρονα και αρετή και ελάττωμα. Η αρετή της παροχής ανταμοιβής για την προσπάθεια και την παραγωγή οικονομικής ανάπτυξης πρέπει να αντισταθμίζεται έναντι του ελαττώματος της έκδηλης αδικίας της ανισότητας.
Τα πλούτη που έχουν προκύψει από την καλή τύχη, τους καλούς γονείς, ή από τη γέννηση σε μία καλή περίοδο είναι μακράν από εύκολο να τα υπερασπιστεί κανείς. Το πρόβλημα της κοινωνίας και των κυβερνήσεων είναι να καθορίσουν έναν αποδεκτό βαθμό ανακατανομής, ισορροπώντας την εναπομείνουσα ανισότητα, με τα αμβλυμένα κίνητρα από υψηλότερους φόρους και παροχές. Ή έτσι νομίζαμε.
Τα τελευταία χρόνια η βιομηχανία της ακαδημαϊκής έρευνας απορρίπτει όλο και περισσότερο αυτό τον συμβιβασμό. Η μικρότερη ανισότητα τονώνει την ανάπτυξη, ισχυρίζονται οι υποστηρικτές της, ώστε οι χώρες να έχουν περισσότερη ανακατανομή, ένα μειούμενο κενό ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς, παράλληλα με πιο βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη.
Πρώτοι στην αλλαγή πλεύσης προς αυτή τη νέα συναίνεση είναι δύο θεσμοί που αποτελούν έκπληξη: το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης. Εμποτίζουν αυτά τα παραδοσιακά προπύργια της ορθοδοξίας, τις πολιτικές τους, με πιο ενημερωμένες εμπειρικές αποδείξεις, ή απλά ακολουθούν τη μόδα;
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι νέες ιδέες υποστηρίζονται σθεναρά. Ο Angel Gurría, επικεφαλής του ΟΟΣΑ, είναι πεπεισμένος για τη νέα πραγματικότητα. «Η αντιμετώπιση της υψηλής και αυξανόμενης ανισότητας είναι ζωτική για να προωθήσουμε μια ισχυρή και βιώσιμη ανάπτυξη», λέει, ενώ υπερθεματίζει με ρητορική βεβαιότητα η Christine Lagarde, διευθύνουσα σύμβουλος του ταμείου. Εκείνη εκτιμά ότι οι πλούσιοι θα έπρεπε να ευχαριστούν τους φτωχούς. «Αντίθετα με τη συμβατική φρόνηση, τα οφέλη από το υψηλότερο εισόδημα ρέουν προς τα πάνω, όχι προς τα κάτω», λέει.
Χάριν ευχαρίστησης αυτής της υψηλής παγκόσμιας ελίτ, τα αποτελέσματα της έρευνας είναι κοινότοπα. Οι οικονομικές επιδόσεις ποικίλλουν ευρέως στο πέρασμα του χρόνου και από χώρα σε χώρα, ωστόσο τα στοιχεία δείχνουν ότι η ανισότητα εξηγεί μόνο ένα μικρό μέρος αυτών των διαφορών. Όποιο αντίκτυπο και αν έχει το χάσμα πλούσιων και φτωχών στην ανάπτυξη, άλλες δυνάμεις κυριαρχούν, οπότε δεν θα έπρεπε να βλέπουμε την ανακατανομή ως τη νέα μηχανή ανάπτυξης.
Με τα αποτελέσματα να είναι σχεδόν απόλυτα βασισμένα στη συσχέτιση στοιχείων ολόκληρων χωρών, υπάρχουν επίσης και ανησυχητικές ανακολουθίες. Η κ. Lagarde και το ΔΝΤ πιστεύουν ότι το υψηλότερο μερίδιο εισοδήματος για τους πλούσιους βλάπτει τις οικονομικές επιδόσεις, ενώ ο ΟΟΣΑ λέει ότι μόνο η ανισότητα ανάμεσα στους φτωχότερους και τους μεσαίους έχει σημασία. Ο διεθνής οργανισμός με έδρα το Παρίσι συμπεραίνει ότι η έλλειψη πρόσβασης των φτωχών σε δεξιότητες είναι ο μηχανισμός με τον οποίο η υψηλότερη ανισότητα ζημιώνει την ανάπτυξη, παράλληλα με την απουσία του ρόλου των δεξιοτήτων από την εξίσωση.
Αν τα παγκόσμια αποτελέσματα είναι αδύναμα, προσφέρονται σχεδόν μηδενικές επιλογές πολιτικής στις πλούσιες χώρες, όπου τα παραπάνω συμπεράσματα έχουν προκαλέσει περισσότερο ενθουσιασμό -στις ΗΠΑ και τη Βρετανία ιδιαιτέρως. Καθώς δεν αποτελούν παραδείγματα των χειρότερων υπερβολών του καπιταλισμού, αυτά τα αγγλοσαξονικά έθνη εμφανίζονται στα δεδομένα του ΔΝΤ ως χώρες με σχετικά ισχυρή ανάπτυξη, χαμηλή ανισότητα και υψηλή ανακατανομή.
Το περισσότερο που μπορούμε να πούμε από αυτές τις παγκόσμιες συσχετίσεις είναι ότι οι επιτυχημένες οικονομίες έχουν την τάση να αναπτύσσονται σχετικά γρήγορα, με τον περισσότερο κόσμο να έχει λογικά καθαρά εισοδήματα και μεγαλύτερη διάρκεια ζωής, γεγονός που οδηγεί σε σημαντική ανακατανομή. Αυτό το γνωρίζουμε εδώ και δεκαετίες. Δεν μας λένε τίποτα για το τι να κάνουμε σχετικά με το 1% που βρίσκεται στην κορυφή -τον δημόσιο διάλογο για την ανισότητα που κυριαρχεί στην πολιτική.
Υπάρχουν πάντα πιθανές πολιτικές που μπορούν ταυτόχρονα να τονώσουν την οικονομία και να μειώσουν την ανισότητα. Η αυστηρή προώθηση του ανταγωνισμού ήταν μία επιτυχία της κεντροαριστεράς τη δεκαετία του 1990, που τόνωσε ταυτόχρονα την αποδοτικότητα και τη δικαιοσύνη.
Εκεί όπου απέτυχαν οι κυβερνήσεις του Tony Blair στο Ηνωμένο Βασίλειο και του Bill Clinton στις ΗΠΑ ήταν ότι δεν εντόπισαν τα χάσματα στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Εκμεταλλεύτηκαν τις απεριόριστες επιδοτήσεις της κυβέρνησης και πήραν ένα πολύ μεγάλο ρίσκο με καταστροφικές συνέπειες. Η περαιτέρω επίθεση στα ιδιοτελή συμφέροντα και τα υπερβολικά χάσματα που θα επιτρέψει στους λίγους που ευημερούν να κερδίσουν σε βάρος άλλων, αποτελεί εποικοδομητική οδό για την πολιτική. Φυσικά, η εξάλειψη των διαφορών ακούγεται σαν βαρετό οικονομικό εγχειρίδιο. Υπάρχουν άλλα συνήθη γιατροσόφια στα οποία εκείνοι που χαράσσουν πολιτικές θα έπρεπε να δώσουν μεγαλύτερη προσοχή.
Οι αναπτυσσόμενες χώρες θα έπρεπε να πατάξουν τη διαφθορά και να ενισχύσουν τα δικαιώματα ιδιοκτησίας. Η Νότια Ευρώπη θα έπρεπε να κόψει τα εργασιακά δικαιώματα των μεγαλύτερων εργαζομένων και να τους εξισώσει με τους νέους, και η Βρετανία θα έπρεπε να χαλαρώσει τους παράλογους περιορισμούς στην ανέγερση κατοικιών, οι οποίοι πρακτικά προσφέρουν χρήμα στους ήδη υπάρχοντες γαιοκτήμονες.
Υπάρχει, φυσικά, ακόμη χώρος για να εστιάσουμε στην ανακατανομή και στο αν οι ΗΠΑ και άλλοι, που έχουν δει αυξήσεις στην ανισότητα, θα έπρεπε να απαντήσουν με πιο επαχθή φορολογία για τους πλούσιους.
Αλλά ο παραδοσιακός δημόσιος διάλογος είναι μια πολύ πιο δύσκολη συζήτηση από το να μιλάμε για την κοινή παραδοχή που έχει εμφανιστεί, ότι η ανακατανομή είναι απαραίτητα καλή για την ανάπτυξη.
Είναι ακόμα, δυστυχώς, ο κατάλληλος δημόσιος διάλογος που πρέπει να κάνει κανείς.